Το Λευκαντί, είναι ένα όμορφο παραλιακό μέρος, στην κεντρική Εύβοια, το οποίο βρίσκεται στη καρδιά του Ευβοϊκού κόλπου. Το ξενοδοχείο, απέχει μόλις 50 μέτρα, από τη θάλασσα του Ευβοϊκού κόλπου, 2 χιλ., από την κωμόπολη Βασιλικού, (έδρα πρώην Δήμου Ληλαντίων), του κέντρου, της εύφορης πεδιάδας του Ληλάντιου πεδίου.
Το Λευκαντί είναι αρχαίο λιμάνι, το οποίο απέχει 8 χιλ. από τη Χαλκίδα και 12 χιλ. από την Ερέτρια, είναι δε μια ήσυχη παραλία, μήκους 2 χιλ., της οποίας η ακτή έχει άμμο, όπως και ο βυθός της θάλασσας, με σήμα την Γαλάζια Σημαία.
Τα τελευταία χρόνια το Λευκαντί σημειώνει αξιοσημείωτη ανάπτυξη, τόσο οικιστικά, όσο και πληθυσμιακά και αποτελεί μία από τις πρώτες επιλογές των καλοκαιρινών διακοπών. Προς την ανατολή και συγκεκριμένα στο λόφο ο οποίος ονομάζεται Ξηρόπολη, ανακαλύφθηκε ένας σπουδαιότατος οικισμός, που χρονολογείται από τη Νεολιθική, ως τη Γεωμετρική Εποχή, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί από τους αρχαιολόγους, ως μοναδικής σημασίας, αφού αποτελεί σπάνια περίπτωση ακμάζοντος οικισμού κατά τους Υστερομυκηναϊκούς χρόνους (“σκοτεινή περίοδος” της αρχαίας ελληνικής ιστορίας).
Αρχαιολογικοί χώροι – Μνημεία:
Η αρχαιότερη κατοίκηση στο Λευκαντί, τοποθετείται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, όταν στο λόφο αναπτύχθηκε ένας σημαντικός οικισμός, γνωστός για τις εμπορικές του επαφές, με άλλες περιοχές του Αιγαίου, κυρίως του βορειοανατολικού. Η ζωή συνεχίσθηκε αδιάλειπτα στη Μέση και Ύστερη Εποχή του Χαλκού, όπως αυτό διαπιστώνεται από τα νεκροταφεία και τα κτερίσματα των τάφων. Ένα μικρό κενό στην κατοίκηση της περιοχής παρατηρείται, στην πρώιμη εποχή του Σιδήρου. Από το Λευκαντί, λέγεται οτι πέρασε και ο θεός Απόλλωνας, προτού επιλέξει, ως τόπο λατρείας τους Δελφούς.
Οι συνεχείς φάσεις κατοίκισης του οικισμού, στον παραλιακό λόφο της Ξηρόπολης, χρονολογούνται από την Ύστερη Νεολιθική Εποχή ως και τον 7ο αιώνα. Στους γειτονικούς λόφους, Σκουμπρή και Τούμπα, έχουν βρεθεί νεκροταφεία του 11ου-10ου αιώνα. Οι ανασκαφές στην Ξηρόπολη, έφεραν στο φως αντικείμενα, τα οποία φανερώνουν, ότι οι κάτοικοί της, είχαν εμπορικές συναλλαγές, με την Τρωάδα της Μικράς Ασίας και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Τα ευρήματα τα οποία βρέθηκαν στην περιοχή, εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ερέτριας.
Οι αρχαιολογικές ανασκαφές, επεκτάθηκαν και σε ένα λόφο, 500 περίπου μέτρα δυτικά της Ξηρόπολης, την Τούμπα. Το σπουδαιότερο εύρημα, είναι ένα μεγάλο αψιδωτό κτίριο, σχήματος παραλληλόγραμμου, μήκους περίπου 48 μέτρων και πλάτους 10 μέτρων. Το κτίσμα αυτό χρονολογείται στα μέσα περίπου του 10ου π.χ. αιώνα και αποτελεί πρόδρομο, την πρώιμη μορφή του αρχαίου ελληνικού ναού. Κάτω από το δάπεδο του κτιρίου αυτού – που μάλλον αποτελούσε τον οίκο κάποιου ηγεμόνα, βρέθηκε διπλή ηγεμονική ταφή, άνδρα και γυναίκας, σε διμερές χώρισμα του βράχου. Κατά μια μάλιστα εκδοχή, η περιοχή του Βασιλικού οφείλει το όνομά της, στην ύπαρξη αυτού του Βασιλικού τάφου.
Το νεκρικό άρμα, έσυραν 4 μικρόσωμα άλογα, τα οποία είχαν ριχτεί από ψηλά και οι σκελετοί τους ήρθαν στο φως, από την αρχαιολογική σκαπάνη. Ο άνδρας είχε αποτεφρωθεί και του είχαν αποθέσει τα όπλα του. Μέσα στο χάλκινο αγγείο, και που ήταν τοποθετημένη η τέφρα του, βρέθηκε διπλωμένο ένα λινό ύφασμα. Πρόκειται για το νεκρικό ένδυμα του άνδρα, καθώς είναι μεν μακρύ ως τα πόδια, αλλά χωρίς ανοίγματα για τα χέρια. Η γυναίκα, ήταν περίπου (30) χρονών, όπως προέκυψε από οστεολογική μελέτη.
Στο λόφο της Τούμπας, ανακαλύφθηκε σημαντικός προϊστορικός οικισμός, όπου διαπιστώθηκαν στρώματα έντονης κατοίκησης από την ΠΕ ΙΙ μέχρι τη Γεωμετρική περίοδο και που με την πάροδο του χρόνου, ο οικισμός έγινε το κέντρο της περιοχής. Στο βόρειο τμήμα του νεκροταφείου της Τούμπας, αποκαλύφθηκε ένα μακρόστενο αψιδωτό οίκημα 47×10 μέτρα με εξωτερική ξύλινη κιονοστοιχία, το οποίο χρονολογείται στο πρώτο μισό του 10ου αιώνα.
Μέσα σε αυτό βρέθηκαν δισταφές, μια γυναικεία και μια ανδρική, καθώς και ταφές αλόγων, όλες πλούσια κτερισμένες, καθώς, εκ τούτου το κτίσμα ερμηνεύτηκε, ως οικία κάποιου τοπικού αξιωματούχου, η οποία μετά το θάνατό του μετατράπηκε σε ηρώο και καλύφθηκε από τύμβο.
Η σύγκρουση Χαλκίδας και Ερέτριας Μια μακροχρόνια εμφύλια διαμάχη, μεταξύ των δύο σημαντικότερων πόλεων της Ευβοίας, ανέστειλε κάπως τη ραγδαία πολιτιστική εξέλιξη της μεγαλονήσου και σηματοδότησε την αρχή μιας εποχής γενικότερων διαμαχών και αναστατώσεων μεταξύ των Ευβοϊκών πόλεων. Πρόκειται για τον Ληλαντικό ή Ληλάντιο πόλεμο, μεταξύ Χαλκίδας και Ερέτριας, που άρχισε περί τα τέλη του 8ου αι. π.Χ. και κράτησε μέχρι τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. (κατά τον Bradeen τοποθετείται μεταξύ 720 και 660 π.Χ.
Θα πρέπει εδώ να εξηγήσουμε πως, κατά το μεγάλο αυτό χρονικό διάστημα, υπήρχαν πολλές αναμετρήσεις μεταξύ των αντιπάλων, που επαναλαμβάνονταν με ενδιάμεσα διαλείμματα. Τα επιφανειακά αίτια αυτού του πολέμου, ήταν η διεκδίκηση της πολύ εύφορης πεδιάδας, την οποία διατρέχει ο ποταμός Λήλας ( Ληλάντιο πεδίο).Τα βαθύτερα αίτια όμως της σύγκρουσης έχουν σχέση, με ευρύτερα οικονομικά συμφέροντα, τόσο των δύο αντιπάλων, όσο και των συμμάχων τους. Ο τελευταίος ισχυρισμός προκύπτει και από διαπίστωση του Θουκυδίδη ο οποίος μας λέει πως, ενώ όλοι οι πόλεμοι για την απόκτηση εδαφών γίνονται αποκλειστικά και μόνο ανάμεσα στους διεκδικητές, χωρίς συμμάχους, ο Ληλάντιος πόλεμος έγινε κατ΄ εξαίρεση με συμμάχους. Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου, τόσο στη Χαλκίδα, όσο και στην Ερέτρια (και κατ΄ επέκταση σε ολόκληρη την Εύβοια), έγιναν κάποιες κοινωνικές αλλαγές .
Η παντοδυναμία των μέχρι τότε παντοδύναμων αριστοκρατών (ιπποβότες κτλ), αρχίζει να κλονίζεται και σιγά-σιγά να προβάλει στην Εύβοια, μια καινούργια κοινωνική δύναμη, ο δήμος. Ο μακροχρόνιος πάντως Ληλάντιος πόλεμος, δεν μπορεί, παρά να είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική κάμψη του εμπορίου των δύο σπουδαίων ευβοϊκών πόλεων και γενικότερα όλων των πόλεων της Ευβοίας.
Ο πόλεμος του Ληλαντίου διαμόρφωσε δύο ομάδες, αντιπάλων μεταξύ τους, ελληνικών πόλεων. Στη μία ομάδα, που τάχθηκε στο πλευρό της Χαλκίδας περιλαμβάνονταν η Σάμος, η Σπάρτη, η Κόρινθος, η Αθήνα, οι Ερυθρές, η Άνδρος και η Πάρος. Η άλλη ομάδα που συνεργαζόταν με την Ερέτρια περιελάμβανε τις πόλεις Μίλητο, Χίο, Μέγαρα, Άργος και Αίγινα. Στη σύγκρουση των ιππικών δυνάμεων της Χαλκίδας και της Ερέτριας, από την οποία κρίθηκε και το τέλος του Ληλάντιου πολέμου, διακρίθηκε ο Θεσσαλός, σύμμαχος των Χαλκιδέων, Κλεόμαχος, από τα Φάρσαλα. Προς τιμή του Κλεόμαχου, ο οποίος βρήκε ηρωικό θάνατο στη μάχη, οι Χαλκιδείς ανέγειραν κοντά στο λιμάνι, μεγαλόπρεπο μνημείο, το οποίο κατά τον Πλούταρχο, σωζόταν 8 αιώνες αργότερα, στην πόλη της Χαλκίδας. Εξαιτίας της επικράτησής τους στο Ληλάντιο πόλεμο οι Χαλκιδείς απέκτησαν φήμη σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο.
Έτσι είναι γνωστή μέχρι σήμερα η παράδοση, σύμφωνα με την οποία, όταν οι κάτοικοι του Αιγίου, μετά από κάποια ασήμαντη νίκη τους επί των Αιτωλών, υπέβαλαν στο Μαντείο την ερώτηση, αν είναι οι καλύτεροι των Ελλήνων, έλαβαν την απάντηση, ότι οι άριστοι είναι : “Γαίης μέν πάσης το Πελασγικόν Άργος άμεινον, ίππον Θεσσαλικόν, Λακεδαιμονίαν δε γυναίκα, άνδρας θ’ οι πίνουσιν ύδωρ ιερής Αρεθούσης” (Στράβων Γεωγραφ. C.449) – ( Αλέξανδρου Καλέμη, 2002).
Αριστουργηματικό έργο της πρωτογεωμετρικής περιόδου, δείγμα υψηλής πλαστικής τέχνης, αποτελεί ο πήλινος κένταυρος, που βρέθηκε στο Λευκαντί.
Πρόκειται για την πρωιμότερη γνωστή παράσταση στην Ελλάδα του μυθικού όντος, που ήταν μισός άνθρωπος και μισός άλογο. Το έργο σώζεται σχεδόν ακέραιο, και λείπει μόνο ο αριστερός βραχίονας με το χέρι της μορφής. Για την κατασκευή του έχει χρησιμοποιηθεί εν μέρει η τροχήλατη και εν μέρει η χειροποίητη τεχνική. Τόσο το ανθρώπινο μέρος όσο και το τμήμα σε μορφή αλόγου αποδίδονται σχηματοποιημένα και ενσωματωμένα σε γεωμετρικό σύστημα αναπαράστασης.
Η ανοιχτόχρωμη επιφάνεια καλύπτεται με σκουρόχρωμη γραπτή διακόσμηση, πλέγμα στο στέρνο και σειρές από τρίγωνα κατά μήκος του σώματος, μοτίβα χαρακτηριστικά της πρωτογεωμετρικής εποχής. Ο κένταυρος βρέθηκε σπασμένος και μοιρασμένος σε δύο διαφορετικούς τάφους, γεγονός που θεωρήθηκε από τους ανασκαφείς ως ένδειξη ότι το αντικείμενο είχε ήδη μοιρασθεί μεταξύ δύο κατόχων.
Είναι προϊόν τοπικού εργαστηρίου, που υποδηλώνει την ικανότητα των Ευβοιωτών τεχνιτών να δημιουργούν νέες παραστάσεις, αφομοιώνοντας ξένες επιρροές. Το συγκεκριμένο έργο βρίσκεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Ερέτριας.